Το κείμενο που θα διαβάσετε περιέχεται σ’ ένα κείμενο του Λουκιανού που απευθύνεται στο φίλο του ΚΕΛΣΟ, επικούρειο φιλόσοφο, συγγραφέα του Αληθούς Λόγου. Τα κείμενα τα πήρα από το βιβλίο του Δ. Σαραντάκου «Οι αρχαίοι έχουν τη πλάκα τους» (εκδ. Γνώση).

 

Ένας διαχρονικός απατεώνας

 

Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ζούσε στην πόλη Αβώνου Τείχος της Παφλαγονίας ένας νεαρός ονόματι Αλέξανδρος. Δεν ήταν ούτε πλούσιος, ούτε μορφωμένος, ούτε είχε σημαίνοντες γονείς, και στα νιάτα του ήταν ανεπάγγελτος. Ήταν όμως ωραίο παιδί και για ένα διάστημα έκανε το «τεκνό» σε διάφορους πλούσιους. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας αγύρτης, που παρίστανε τον μάντη, και ισχυριζόταν πως μπορούσε να κάνει μάγια, να εξορκίζει, να προλέγει το μέλλον, να ανακαλύπτει κρυμμένους θησαυρούς και όλα τα σχετικά.

Ο Αλέξανδρος έμεινε κοντά στον προστάτη του λίγα χρόνια, και συν τοις άλλοις έμαθε και την τέχνη της μαντικής και της θαυματοποιίας. Όταν μεγάλωσαν τα γένια του, και δεν περνούσε πια η μπογιά του και η σταδιοδρομία του ως Γανυμήδη τερματίστηκε, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί όσα κόλπα έμαθε κοντά στον αγύρτη. Στην αρχή συνεταιρίστηκε με κάποιον ονόματι Κοκκωνά και άρχισαν να περιοδεύουν στη Μικρασία και τη Θράκη. Βρήκαν και κάποια πλούσια, μεσόκοπη μεν αλλά φιλάρεσκη, στην οποία προσκολλήθηκαν εξασφαλίζοντας έτσι τα προς το ζην, μια που δεν είχαν ακόμα μεγάλα έσοδα ως μάγοι.

Η εποχή προσφερόταν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Και τότε είχαμε ένα είδος παγκοσμιοποίησης. Η πόλη-κράτος της κλασσικής αρχαιότητας είχε υποκατασταθεί από το οικουμενικό ρωμαϊκό κράτος. Οι παλιοί δημοκρατικοί θεσμοί ατόνησαν ή καταργήθηκαν, ο υπήκοος αντικατέστησε τον πολίτη και το αίσθημα ασφάλειας που έδινε στους πολίτες της κάθε πόλη-κράτος εξαφανίστηκε. Η θέση των κατώτερων αλλά και των μεσαίων στρωμάτων στο μεσογειακό χώρο χειροτέρεψε απότομα. Μπορεί η εποχή αυτή να ονομάζεται «Ρωμαϊκή Ειρήνη» αλλά αυτό ίσχυε μόνο για τους πλούσιους και ισχυρούς. Για τους δούλους και τους φτωχούς δεν υπήρχε ειρήνη παρά μόνο καταστολή. Αυξήθηκε σε πρωτοφανείς ρυθμούς ο αριθμός των δούλων, η δουλική εργασία έδινε αμύθητο πλούτο στους μεγάλους γαιοκτήμονες και εξαθλίωνε τα κατώτερα αγροτικά στρώματα. Μεγάλωσε ακόμη περισσότερο η κοινωνική ανισότητα, ενώ η υπεροψία, η αυταρχία και η διαφθορά των πλουσιότερων στρωμάτων έγιναν ακόμα πιο ισχυρές και αχαλίνωτες.

Ένα ισχυρό κύμα απαισιοδοξίας κυρίεψε τους σκεπτόμενους ανθρώπους, σ’ ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια, και όλοι αναζητούσαν λύσεις πέραν του κόσμου τούτου. Ο πληθυσμός των χωρών γύρω από τη Μεσόγειο βυθίστηκε σιγά σιγά στην πολιτική απάθεια, στη μοιρολατρία και στράφηκε προς το μυστικισμό, τον ανορθολογισμό και τη θρησκεία, ζητώντας απ’ αυτήν παρηγοριά και ενδυνάμωση. Αυτοί είναι οι λόγοι που, κατά την εποχή αυτή γνώρισαν τόση ακμή οι μάγοι, οι αστρολόγοι, οι προφήτες και οι γόητες και οι λοιποί αγύρτες, αλλά και επίσης εμφανίστηκαν νέες θρησκείες, ή διαδόθηκαν παλαιές, που ως τότε είχαν περιορισμένη ή τοπική εμβέλεια.

Η καινούρια προστάτιδα των δύο απατεώνων καταγόταν από την Πέλλα της Μακεδονίας και τους πήρε μαζί της, όταν επισκέφθηκε την πατρίδα της. Εκεί στην Πέλλα υπήρχαν κάτι μεγάλα αλλά εντελώς αβλαβή φίδια, από τα λεγόμενα «σπιτόφιδα» (οικουροί όφεις) και ο Αλέξανδρος αγόρασε ένα για λίγους οβολούς. Το φίδι αυτό το τάιζε με μελόπιτες και γενικά το εξημέρωσε τόσο ώστε χωνόταν στα ρούχα του από τα οποία ξεπρόβαλλε όταν το αφεντικό του το ερέθιζε κατάλληλα. Εν συνεχεία ο Αλέξανδρος με τον Κοκκωνά πήγαν στη Χαλκηδόνα και εκεί έθαψαν στο χώμα χάλκινες πλάκες, όπου ο Κοκκωνάς είχε γράψει πως ο θεός Ασκληπιός θα εμφανιστεί στο Αβώνου Τείχος. Κατόπιν κάποιος δικός τους, βαλτός, «ανακάλυψε» τις χάλκινες πλάκες.

Η φήμη του «θαύματος» διαδόθηκε πλατιά και οι συντοπίτες του Αλέξανδρου, άνθρωποι απλοϊκοί και εύπιστοι, όχι μόνο πίστεψαν την μέλλουσα εμφάνιση του θεού, αλλά άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια του ναού που θα αφιέρωναν. Τότε όμως οι δύο συνεταίροι μάλωσαν και χώρισαν. Ο Αλέξανδρος, μόνος του πλέον, έφτασε στην πατρίδα του, φορώντας πολυτελή ρούχα και με πλούσια κόμη πλεγμένη σε κοτσίδες. Του έγινε πάνδημη υποδοχή. Ο Αλέξανδρος από την άλλη μέρα άρχισε να επιδεικνύει τις μαντικές του ικανότητες και να θαυματοποιεί, προκαλώντας το θαυμασμό των άξεστων Παφλαγόνων. Το μεγάλο ήμερο φίδι που αγόρασε στην Πέλλα δεν το εμφάνισε ακόμα αλλά πήρε αυγό χήνας, το άδειασε από το περιεχόμενό του, έχωσε με κατάλληλο τρόπο και χωρίς να το σπάσει, ένα μικρό νεογέννητο φιδάκι και το ξαναέκλεισε με άσπρο κερί και στουπέτσι. Μια νύχτα πήγε κρυφά και το έθαψε στη λάσπη των θεμελίων του μελλοντικού ναού του Ασκληπιού.

Την επόμενη βγήκε από το σπίτι του μισόγυμνος και δήθεν σε κατάσταση έκστασης και άρχισε να αγορεύει στο πλήθος σε γλώσσα ακατάληπτη, όπου τα μόνα κατανοητά ήταν τα ονόματα του Ασκληπιού και του Απόλλωνα. Κατόπιν, ακολουθούμενος από πολύν κόσμο, πήγε τρέχοντας στα θεμέλια του ναού, ανακάλυψε το αυγό, το έσπασε και δείχνοντας στα έκθαμβα πλήθη το φιδάκι, τους πληροφόρησε πως ήταν η μετενσάρκωση του θεού Ασκληπιού. Λίγες μέρες αργότερα εξαφάνισε το φιδάκι και παρουσίασε το μεγάλο φίδι που είχε αγοράσει στην Πέλλα, βεβαιώνοντας τους εύπιστους Αβωνοτειχίδες πως το φιδάκι είχε μεγαλώσει απότομα και τώρα λεγόταν Γλύκων.

Από τότε η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της πατρίδας του και εξαπλώθηκε παντού. Καθιερώθηκε σαν μάγος, χρησμοδότης και θαυματοποιός και από κάθε γωνιά του ρωμαϊκού κράτους έφταναν στο Αβώνου Τείχος προσκυνητές ζητώντας χρησμούς ή θεραπεία και προσφέροντας στον απατεώνα μεγάλα δώρα. Ακόμα και από τη Ρώμη ήρθαν να τον δούνε και όχι μόνο απλοϊκοί αλλά και σοβαροί άνθρωποι, όπως ο Ρουτιλιανός.

Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος βελτίωσε τη μαντική τεχνική του. Είχε διδάξει στο φίδι του να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται ανάλογα με τις προσταγές του και του φόρεσε ένα κάλυμμα κεφαλιού που έμοιαζε με ανθρώπινο πρόσωπο. Το δωμάτιο όπου δεχόταν τους πιστούς του ήταν φυσικά πάντα μισοσκότεινο. Ταυτόχρονα οργάνωσε δίκτυο πρακτόρων, που του δίνανε όσες πληροφορίες χρειαζόταν και αφορούσαν τα υποψήφια θύματά του. Είχε επίσης κοντά του γλωσσομαθείς βοηθούς που αν ο ερωτών ήταν Γαλάτης ή Σύρος ή Σκύθης, έγραφαν τους «χρησμούς» που διάβαζε ο Αλέξανδρος στη γλώσσα του. Τέλος επινόησε πολλούς τρόπους να αποσφραγίζει επιστολές, γιατί ζητούσε από τους «πελάτες» του να του δίνουν τα ερωτήματα σε κλειστό σφραγισμένο γράμμα. Το γράμμα αυτό το έπαιρνε, κλεινόταν για λίγο στο «άδυτο» του σπιτιού του, παρέα με τον Γλύκωνα ,το αποσφράγιζε, διάβαζε την ερώτηση και κατόπιν το ξανασφράγιζε και έδινε στο θύμα την επιστολή «άθικτη» αλλά, ξέροντας την ερώτηση, του έδινε την κατάλληλη απάντηση. Στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν μπορούσε να παραβιάσει την σφραγίδα έδινε απαντήσεις δυσνόητες και διφορούμενες.

Όλοι πίστεψαν πως ο Αλέξανδρος μπορούσε να διαβάσει το «σφραγισμένο γράμμα». Όπως ήταν επόμενο η φήμη του μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και απέκτησε τεράστια πλούτη. Άρχισε τότε να περιοδεύει τη Μικρασία, φτάνοντας ως τον Πόντο και την Καππαδοκία. Όπου εμφανιζόταν τα πλήθη έτρεχαν πατείς με πατώ σε να τον προσκυνήσουν. Οι μόνοι που δεν έτρεξαν πίσω του ήταν οι Επικούρειοι και οι Χριστιανοί. Οι τελευταίοι διότι είχαν δικό τους θεό και θαυματουργούς αγίους, οι δε Επικούρειοι διότι, έχοντας παραμείνει πιστοί στον ελληνικό ορθολογισμό, όχι μόνο απέρριπταν και θαύματα και μάντεις, αλλά ξεσκέπαζαν στα μάτια του κόσμου τις αγυρτείες τους. Και οι μεν Χριστιανοί ήταν ακόμη πολύ λίγοι, οι Επικούρειοι όμως γέμιζαν ολόκληρες πόλεις και σιγά σιγά πολύς κόσμος άρχισε να κρατά αποστάσεις από τον απατεώνα.

Ο Αλέξανδρος τους κήρυξε πόλεμο. Έλεγε πως είχε γεμίσει ο Πόντος άθεους και παρότρυνε τους οπαδού του να τους λιθοβολούν και να καίνε όποια βιβλία του Επίκουρου πέφτανε στα χέρια τους. Στις ιεροτελεστίες που είχε καθιερώσει, είχε επινοήσει ολόκληρο τυπικό και, όταν άρχιζε τις συνάξεις του φώναζε «έξω οι Χριστιανοί» και οι οπαδοί του απαντούσαν «έξω οι Επικούρειοι».

Σε μια τέτοια περιοδεία του Αλέξανδρου τον συνάντησε ο Λουκιανός, ο μεγάλος σαρκαστής των πάντων, ένθερμος δε Επικούρειος. Ο Λουκιανός του έκανε πολλά χουνέρια. Πρώτα του έδωσε τρεις σφραγισμένες επιστολές: στην πρώτη τον ρωτούσε αν είναι φαλακρός και στις άλλες δύο ποια ήταν η πατρίδα του Ομήρου. Φρόντισε όμως οι σφραγίδες να μη μπορούν με κανένα τρόπο να παραβιαστούν, ενώ με δικούς του φίλους παραπλάνησε τους πληροφοριοδότες του Αλέξανδρου σχετικά με το περιεχόμενο των ερωτημάτων. Έτσι ο Αλέξανδρος απάντησε άλλα αντ’ άλλων και φυσικά βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση όταν ο Λουκιανός άνοιξε μπροστά στον κόσμο τα γράμματα και διάβασε τα ερωτήματα. Κατόπιν του έστειλε άλλο γράμμα με ερωτήσεις και μαζί οχτώ δραχμές. Ο Αλέξανδρος, που και πάλι δε μπόρεσε να το αποσφραγίσει παραπλανήθηκε από τις δραχμές και από λόγια φίλων του Λουκιανού και νομίζοντας πως το γράμμα περιλάμβανε οχτώ ερωτήματα έδωσε οχτώ διφορούμενες και ακατάληπτες απαντήσεις. Το γράμμα όμως είχε ένα και μόνο ερώτημα: «Πότε θα αποκαλυφθεί ότι ο Αλέξανδρος είναι απατεώνας;».

Ύστερα από αυτό το ρεζίλεμα ο Αλέξανδρος δεν ήθελε ούτε να δει στα μάτια του τον Λουκιανό και φαίνεται πως έβαλε κάποιους μπράβους να τον δείρουν. Γι αυτό ο διοικητής της Καππαδοκίας έδωσε στον Λουκιανό δύο φρουρούς. Με τη συνοδεία των στρατιωτών ο Λουκιανός ξαναπέρασε από το Αβώνου Τείχος και, κάνοντας τον μετανοημένο, πήγε στον ψευδομάντη και του ζήτησε να κλείσουν ειρήνη. Ο Αλέξανδρος «μεγαλόψυχα» τον συγχώρησε και του έδωσε το δεξί χέρι να το φιλήσει, ο Λουκιανός όμως αντίθετα τον… δάγκωσε πολύ άσχημα και μόνο χάρη στην παρουσία των στρατιωτών γλίτωσε από το λιντσάρισμα των οπαδών του μάγου. Κατόπιν πήγε στη γειτονική παραλιακή πόλη Άμαστρη και πήρε ένα πλοίο για την Νικομήδεια της Βιθυνίας. Ο Αλέξανδρος μαθαίνοντάς το επιχείρησε και πάλι να σκοτώσει τον Λουκιανό δωροδοκώντας τους ναύτες του καραβιού που θα τον πήγαινε από τα παράλια του Πόντου στο Βυζάντιο. Ο πλοίαρχος όμως κατόρθωσε να μεταπείσει το πλήρωμα του και ο Λουκιανός σώθηκε.

Τελικά ο μάγος είχε οικτρό τέλος. Μολύνθηκε το πόδι του, έπαθε γάγγραινα και πέθανε με φρικτούς πόνους. Τότε αποκαλύφθηκε πως ήταν πράγματι καραφλός, γιατί οι γιατροί βάζοντάς του ψυχρά επιθέματα στο κεφάλι, του έβγαλαν τη μεγαλοπρεπή περούκα που φορούσε.

 

Οι βλαβερές συνέπειες της θρησκοληψίας

(Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίο ΙΗ’, 65.1-84.12)

Στην αυτοκρατορική Ρώμη, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου ζούσε ένας νεαρός, ευγενούς καταγωγής, ο Δέκιος Μούνδος. Όμορφος και πλούσιος, δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα, που να μην πολιορκήσει και τελικά να κατακτήσει. Σε όσες του έκαναν τις δύσκολες, μεταχειριζόταν άλλα μέσα πιο αποτελεσματικά από την προσωπική του γοητεία, τους πρόσφερε δηλαδή σημαντικά χρηματικά ποσά.

Κάποτε όμως βρήκε το δάσκαλό του στο πρόσωπο της Παυλίνας, μιας νέας γυναίκας, από μεγάλο σόι και πολύ πλούσιας, που συνδύαζε την ομορφιά με τη φρόνηση και ήταν παντρεμένη με τον Σατουρνίνο, ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Η ομορφιά και η φήμη της Παυλίνας τράβηξαν την προσοχή του Δέκιου Μούνδου, αλλά όλες οι προσπάθειές του να την πείσει να δεχτεί τον έρωτά του απέτυχαν. Έφτασε στο σημείο να της προσφέρει το μυθώδες ποσό των 200.000 αττικών δραχμών για μια νύχτα έρωτα, αλλά η Παυλίνα απέρριψε με αγανάκτηση και περιφρόνηση της προσφορά του.

Ο Δέκιος έπεσε σε μεγάλη απελπισία. Δεν ήταν μόνο θέμα ματαιοδοξίας και εγωισμού. Είχε ερωτευθεί με πραγματικό πάθος την όμορφη και ενάρετη Ρωμαία. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν κι άλλο τίποτα δεν είχε στο νου του παρά το πώς θα την κατακτήσει. Η παραμάνα του η Ίδη, που ήταν από παλιά δούλα στο σπίτι τους και τον είχε μεγαλώσει στα χέρια της, βλέποντάς τον σ’ αυτή την κατάσταση θέλησε να τον βοηθήσει. Μολονότι ο πατέρας του Δέκιου την είχε απελευθερώσει, αυτή δεν έφευγε από την οικογένεια, που θεωρούσε δικιά της, κι έμεινε να την υπηρετεί ως οικονόμος. Υποσχέθηκε στον νεαρό πως θα τα κατάφερνε να ρίξει στην αγκαλιά του την Παυλίνα κι ο Δέκιος της έδωσε πενήντα χιλιάδες δραχμές σαν αμοιβή αλλά και για τα έξοδα που θα αντιμετώπιζε.

Η Ίδη ήταν πανούργα γυναίκα και άφθαστη σε δολοπλοκίες και τεχνάσματα. Άρχισε να κατασκοπεύει την Παυλίνα και να παρακολουθεί την παραμικρή κίνησή της. Έτσι γρήγορα διαπίστωσε πως επισκεπτόταν τακτικότατα τον ναό της Ίσιδας, που είχε ανοίξει πριν λίγα χρόνια στη Ρώμη. Εξακρίβωσε επίσης πως η Παυλίνα ήταν αφοσιωμένη όχι τόσο στη Θεομήτορα (όπως έλεγαν οι πιστοί την Ίσιδα), όσο σ’ έναν άλλο αιγύπτιο θεό, τον Άνουβη, κι ας ήταν αυτός ο τελευταίος κυνοπρόσωπος (ήγουν σκυλομούρης –στην κυριολεξία).

Η Ίδη τότε κατέστρωσε ένα μεγαλοφυές σχέδιο. Πήγε στους ιερείς του ναού και τους πρόσφερε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές αν έπειθαν την Παυλίνα να ενδώσει στον έρωτα αν όχι του Μούνδου, πάντως του Άνουβη. Οι ιερείς δέχτηκαν και ο πρεσβύτερός τους πήγε στο σπίτι του Σατουρνίνου όπου ζήτησε να μιλήσει στην Παυλίνα ιδιαιτέρως. Όταν εκείνη τον δέχτηκε, της είπε πως ο θεός Άνουβης παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους πληροφόρησε πως τα κάλλη της τον είχαν σκλαβώσει και επιθυμούσε να συνευρεθεί μαζί της μέσα στον ναό!

Μ’ όλο που είχαν περάσει πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια από τότε που ο Δίας κατέβαινε από τον Όλυμπο για να χαρεί τον έρωτα θνητών γυναικών, η Παυλίνα κολακεύτηκε πάρα πολύ, και όχι μόνο δέχτηκε μετά χαράς να ικανοποιήσει την επιθυμία του θεού, αλλά έσπευσε να την ανακοινώσει και στο σύζυγό της, ο οποίος δεν έφερε καμία αντίρρηση. Αντίθετα τον κολάκεψε η προοπτική να γίνει συνάδελφος του Αμφιτρύωνα.

Η Παυλίνα έχοντας εξασφαλίσει τη συζυγική συγκατάθεση, πήγε το ίδιο βράδυ στο ναό, όπου δείπνησε με τους ιερείς και όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, εκείνοι την οδήγησαν στο σκοτεινό ιερό, και έφυγαν κλείνοντας τις πύλες του ναού, όπου όμως, ειδοποιημένος από την Ίδη, είχε προηγουμένως κρυφτεί, ντυμένος Άνουβης, ο Δέκιος Μούνδος. Η Παυλίνα μένοντας μόνη στο ιερό, που φωτιζόταν μόνο από τις λαμπάδες και τα καντήλια, σαν είδε να μπαίνει ο Άνουβης, ντυμένος στα χρυσά, έπεσε στα γόνατα και άρχισε τις προσευχές και τις δεήσεις. Ο Μούνδος-Άνουβης όμως, που δεν είχε έρθει για να ακούσει τέτοια πράγματα, την έπιασε από το χέρι, τη σήκωσε και την οδήγησε σε ένα στρώμα, που είχε ετοιμάσει σε μια γωνία του ιερού. Η Παυλίνα υπάκουσε πρόθυμα τη θεία εντολή και ο Δέκιος πέρασε μαζί της μια αξέχαστη νύχτα.

Το πρωί ο μεν Μούνδος έφυγε πρώτος, πριν ανοίξει ο ναός η δε Παυλίνα, ξετρελαμένη από τις θείες περιποιήσεις, γύρισε σπίτι και τα είπε όλα στον σύζυγο. Δε σταμάτησε όμως εκεί, αλλά καυχήθηκε στις φιλενάδες της τη θεία εύνοια. Φυσικά άλλες την πίστεψαν άλλες όχι και όλες τη ζήλεψαν, αλλά το γεγονός είναι πως το έμαθε όλη η Ρώμη.

Τα πράγματα θα σταματούσαν εδώ αν δεν μεσολαβούσε η ματαιοδοξία του Δέκιου Μούνδου, που ήθελε να της ανταποδώσει την περιφρόνηση που του είχε δείξει. Την Τρίτη κιόλας μέρα, όταν τη συνάντησε τυχαίως στο δρόμο, δεν κρατήθηκε και της είπε:

«Λοιπόν Παυλίνα, τελικά μου εξοικονόμησες διακόσιες χιλιάδες δραχμές, που θα έμπαιναν στην οικογενειακή σου περιουσία, όπως σε παρακαλούσα να κάνεις. Και εσύ μεν έβριζες τον Μούνδο, αυτός όμως δεν στερήθηκε την ηδονή που επιθυμούσε, μόνο που την απόλαυσε με το όνομα του Άνουβη».

Και κατόπιν τράβηξε το δρόμο του.

Η Παυλίνα όταν κατάλαβε το νόημα των λόγων του και την παγίδα στην οποία είχε πέσει, έτρεξε κατασυγχυσμένη στον άντρα της και του τα είπε όλα, ζητώντας να κάνει το παν για να τιμωρηθεί ο Μούνδος. Ο Σατουρνίνος πήγε αμέσως στον αυτοκράτορα Τιβέριο, ο οποίος, σαν έμαθε το πάθημα της Παυλίνας, οργίστηκε πολύ, διέταξε αμέσως αυστηρές ανακρίσεις, και εν συνεχεία καταδίκασε σε σταύρωση την Ίδη και όσους ιερείς της Ίσιδας είχαν ανάμειξη στη σκευωρία. Ο ναός της Ίσιδας κλείστηκε και τα αγάλματα της Ίσιδας και του Άνουβη πετάχτηκαν στον Τίβερη. Ο Δέκιος Μούνδος όμως τη γλίτωσε με απλή εξορία, γιατί του αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό το μεγάλο ερωτικό πάθος και η έλλειψη ταπεινών κινήτρων.

Οπως διαπιστώσατε από τις παραπάνω ιστορίες η εκμετάλλευση της θρησκευτικής αφέλειας είναι διαχρονικό φαινόμενο.

Στον Μεσαίωνα είχαμε τα συγχωροχάρτια ,ήταν έγγραφο με το οποίο η καθολική εκκλησία παίρνοντας χρήματα από τους πιστους τους βεβαίωνε ότι διαγράφονταν αυτόματα από το θεό όλες οι αμαρτίες τους .Οι αφελείς θρησκόληπτοι εξαγόραζαν όχι μόνο τις αμαρτίες του παρελθόντος αλλα και όλες όσες θα έκαναν στο μέλλον !!! Ολα τα εγκλήματα αγοράζονταν .

Το 1950 η καθολική εκκλησια παρουσίασε ένα καινούργιο έντυπο .Το ωνόμασε ε ι σ η τ η ρ ι ο εισόδου στον παράδεισο . Βεβαίως όπως καταλαβαίνετε οι μόνοι παραγματικά ωφελημένοι από ολη αυτή την ιστορία  ήταν οι παππες .

Η συνήθεια των συγχωροχαρτιών μεταφέρθηκε από την δύση στην Ανατολική εκκλησία κατα τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και η χρήση τους γενικεύτηκε από το 15αι.Το πρώτο γνωστό ορθόδοξο συγχωροχάρτι φέρει την υπογραφή του πατριαρχη Ιωακείμ του πατριαρχείου Ιεροσολύμων(1431-1454)το οποίο σύμφωνα με τον ιστορικό Φιλιππο Ηλιού με αυτό τον τρόπο απέκτησε μεγάλη περιουσία !

Οι σύνοδοι του 1688 κ 1727 κατοχύρωσαν με τη βοήθεια του αγίου πνεύματος ότι συγχωροχάρτια μπορούν να εκδίδουν μόνο 4 πατριαρχεία και  ο πάππας ολοι οι άλλοι ήταν παράνομοι ! Τώρα εξαγόραζονταν οι αμαρτίες και των πεθαμένων .Το πελατολόγιο αυξήθηκε και τα κέρδη φυσικά .

 

Πως να μην σκεφθεί κανείς οτι όσο πιο κοντά στην εκκλησία βρίσκεται τόσο πιο μακριά είναι από τον θεο;;

 

( ΔΕΙΤΕ ΣΤΟ YOUTUBE -ΟΙ ΕΞΥΠΝΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ )